- θρυμματίζομαι
- θρυμματίζομαι, θρυμματίστηκα, θρυμματισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι … Dictionary of Greek
θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… … Dictionary of Greek
οστρακώ — ὀστρακώ όω (Α) [όστρακον] 1. θρυμματίζω, κάνω κάτι θρύψαλα, μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια σαν θρύψαλα σπασμένου αγγείου 2. κάνω κάτι σκληρό σαν όστρακο («τὸ δε πῡρ... καὶ δέρμα καίει καὶ ὀστρακοῑ», Αριστοτ.) 3. στρώνω μια επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα … Dictionary of Greek